- προσβοηθώ
- -έω, ιων. τ. προσβωθέω Ατρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσβωθέω — Α ιων. τ. βλ. προσβοηθῶ … Dictionary of Greek